- φουρκέτα
- η(λ. ιταλ.), διχαλωτή καρφίδα σε σχήμα U, που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να συγκρατούν τα μαλλιά τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουρκέτα — η, Ν 1. επιμήκης καρφίτσα σε σχήμα ύψιλον για συγκράτηση τών γυναικείων μαλλιών 2. μτφ. πολύ κλειστή στροφή σε αυτοκινητόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. forcheta] … Dictionary of Greek